λατινάδικο

λατινάδικο
το судно или лодка с треугольным парусом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λατινάδικο" в других словарях:

  • λατινάδικο — το [λατίνι] πλοιάριο με τριγωνικά ιστία …   Dictionary of Greek

  • λατίνι — Τριγωνικό πανί των ιστιοφόρων. Βλ. λ. ιστία ή πανιά. * * * το 1. τριγωνικό ιστίο παλαιών ιστιοφόρων 2. συνεκδ. λατινάδικο, πλοιάριο με τριγωνικά ιστία 3. μτφ. είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από αλεύρι, λάδι και μέλι, αλλ. φοινίκι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»